κολυμπώ

κολυμπώ
(AM κολυμπῶ, -άω, Α δωρ. τ. κολυμφῶ, Μ και κολυμπῶ και μέσ. κολυμπῶμαι)
επιπλέω και μετακινούμαι στο νερό με κατάλληλες κινήσεις τών άκρων («α. είναι 20 χρόνων και δεν ξέρει να κολυμπάει» β. «ἐκέλευσέ τε τοὺς δυναμένους κολυμβᾱν», ΚΔ)
νεοελλ.
μτφ. α) είμαι βυθισμένος σε κάτι (α. «κολυμπώ στον ιδρώτα» β. «κολυμπώ σ' αυτά τα ρούχα, μού είναι πολύ φαρδιά»)
β) έχω κάτι σε μεγάλη ποσότητα («αυτοί κολυμπάνε στο χρήμα, τί ανάγκη έχουν;»)
μσν.
μέσ. κολυμπῶμαι
καλύπτομαι από νερό
αρχ.
καταδύομαι, βουτώ («εἰς τὰ φρέατα κολυμβῶσι θαρραλέως», Πλάτ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < κόλυμβος. Η αρχική σημ. ήταν καταδύομαι και εξελίχθηκε σε «επιπλέω και μετακινούμαι στο νερό».
ΠΑΡ. κολυμβήθρα, κολύμβησις, κολυμβητής
αρχ.
κολυμβητήρ
νεοελλ.
κολύμπημα, κολυμπητός, κολύμπι.
ΣΥΝΘ. αρχ. ανακολυμβώ, αποκολυμβώ, διακολυμβώ, εισκολυμβώ, εξανακολυμβώ, κατακολυμβώ, παρακολυμβώ, συγκολυμβώ, συνεκκολυμβώ, υποκολυμβώ].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • κολυμπώ — και κολυμπάω κολύμπησα 1. επιπλέω στην επιφάνεια του νερού και κινούμαι όπου θέλω: Ήρθε εδώ κολυμπώντας. 2. είμαι βυθισμένος σε κάποιο υγρό: Κολυμπά στον ιδρώτα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • κολυμπώ — κολυμπάω / κολυμπώ, κολύμπησα βλ. πίν. 58 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • νήχομαι — (Α νήχομαι και σπαν. το ενεργ. νήχω και δωρ. τ. νάχω) κολυμπώ, πλέω στο νερό αρχ. (η μτχ. ουδ. πληθ. ως ουσ.) τά νηχόμενα τα ψάρια. [ΕΤΥΜΟΛ. Το ρ. νήχω εμφανίζει ενεστ. επίθημα χω (πρβλ. ψήχω, τρύχω, σμήχω), που δηλώνει εμφατικά το τέλος τής… …   Dictionary of Greek

  • επινήχομαι — ἐπινήχομαι (AM) (Α και δωρ. τ. ἐπινάχομαι) 1. κολυμπώ στην επιφάνεια 2. επιπλέω, βρίσκομαι στην επιφάνεια 3. επαναπαύομαι («ἀθλίοις ἐπινήχεσθαι λογισμοῑς») αρχ. 1. ανέρχομαι, ακούγομαι μέσα από το νερό («παιδὸς ἐπενάχετο φωνά», (Θεόκρ.) 2.… …   Dictionary of Greek

  • παρανήχομαι — ΜΑ περνώ από έναν τόπο κολυμπώντας αρχ. 1. κολυμπώ κοντά στην ακτή 2. κολυμπώ κοντά ή δίπλα σε κάποιον («τοὺς ἵππους παρὰ τὰ πλοῑα παρανηχομένους», Πλούτ.) 3. μτφ. διέρχομαι, περνώ («ἐπεὶ παρενήξατο τὸ πλεῡν ἥβης», Ανθ. Παλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. <… …   Dictionary of Greek

  • υπονήχομαι — Α (αποθ.) 1. κολυμπώ κάτω από το νερό, ὑπονέω* 2. (γενικά) κολυμπώ κάτω από μια επιφάνεια («χελώνη ὑπενήχετο ταῑς πέτραις», Παυσ.) 3. πλέω πίσω ή δίπλα σε κάποιον. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο) * + νήχομαι «πλέω, κολυμπώ»] …   Dictionary of Greek

  • ανανήχομαι — ἀνανήχομαι (Α) 1. επιπλέω, κολυμπώ, ανέρχομαι στην επιφάνεια υγρού 2. ανακτώ την υγεία μου, αναρρώνω, αναζωογονούμαι. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀνα * + νήχομαι «πλέω, κολυμπώ»] …   Dictionary of Greek

  • δακρυπλώω — (Α) (για μεθυσμένους) πλέω, κολυμπώ στα δάκρυα. [ΕΤΥΜΟΛ. < δάκρυ + πλώω «κολυμπώ, πλέω»] …   Dictionary of Greek

  • επινέω — (I) ἐπινέω (Α) 1. γνέθω 2. (για τις Μοίρες) προκαθορίζω. [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + νέω (I) «γνέθω»]. (II) ἐπινέω (Α) 1. συσσωρεύω, συγκεντρώνω 2. επισωρεύω, φορτώνω. [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + νέω (II) «συσσωρεύω»]. (III) ἐπινέω (Α) επιπλέω, κολυμπώ. [ΕΤΥΜΟΛ …   Dictionary of Greek

  • κατανήχομαι — (Α) κολυμπώ κατά τη διεύθυνση τού ρεύματος. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + νήχομαι «κολυμπώ»] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”